- προσεπιμερίζω
- Α [ἐπιμερίζω]επιμερίζω, προσδιορίζω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπιμερίζουσι — προσεπιμερίζω allot pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσεπιμερίζω allot pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιμερίσαι — προσεπιμερίζω allot aor inf act προσεπιμερίσαῑ , προσεπιμερίζω allot aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)